- στρατηγία
- η1. το αξίωμα του στρατηγού.2. περίοδος κατά την οποία ήταν κάποιος στρατηγός: Κατά τη στρατηγία του πέτυχε πολλές νίκες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρατηγία — στρατηγίᾱ , στρατηγία office of general fem nom/voc/acc dual στρατηγίᾱ , στρατηγία office of general fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατηγίᾱ , στρατηγιάω wish to be a general pres imperat act 2nd sg στρατηγίᾱ , στρατηγιάω wish to be a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγίᾳ — στρατηγίαι , στρατηγία office of general fem nom/voc pl στρατηγίᾱͅ , στρατηγία office of general fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… … Dictionary of Greek
στρατήγια — στρατήγιον general s tent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγίας — στρατηγίᾱς , στρατηγία office of general fem acc pl στρατηγίᾱς , στρατηγία office of general fem gen sg (attic doric aeolic) στρατηγίᾱς , στρατηγιάω wish to be a general imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγίαν — στρατηγίᾱν , στρατηγία office of general fem acc sg (attic doric aeolic) στρατηγίᾱν , στρατηγιάω wish to be a general imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στρατηγίᾱν , στρατηγιάω wish to be a general imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγίαι — στρατηγία office of general fem nom/voc pl στρατηγίᾱͅ , στρατηγία office of general fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγιᾶν — στρατηγία office of general fem gen pl (doric aeolic) στρατηγιάω wish to be a general pres part act masc voc sg (doric aeolic) στρατηγιάω wish to be a general pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στρατηγιάω wish to be a general pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγιῶν — στρατηγία office of general fem gen pl στρατηγιάω wish to be a general pres part act masc voc sg στρατηγιάω wish to be a general pres part act neut nom/voc/acc sg στρατηγιάω wish to be a general pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγίαις — στρατηγία office of general fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)